επίταξη

επίταξη
Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε. ακινήτων ή η αναγκαστική μίσθωση υπηρεσιών, στην περίπτωση ε. υπηρεσιών. Συχνά, υπάρχει μεικτή ε. υπηρεσιών και χώρου, όπως, παραδείγματος χάριν, όταν εφαρμόζεται σε εργοστάσιο με το προσωπικό του, ή σε πλοίο με το πλήρωμά του. Επίσης, οι μορφές παραλλάσσουν και στο περιεχόμενο της ε.· για παράδειγμα, όταν το πλοίο πρόκειται να επιστραφεί μετά την εκπλήρωση του σκοπού της ε. πρόκειται για αναγκαστική ναύλωση, αν αποζημιωθεί με την αξία του είναι αναγκαστική πώληση κλπ. Η ε. αφορά μόνο τα αγαθά που προβλέπει ο νόμος. Για ορισμένα, δεν προβλέπεται ε. παρά μόνο για πολεμικές ανάγκες (π.χ. αυτοκίνητα). Δηλαδή, δεν μπορεί να γίνει ε. για άλλους λόγους όπως για την εκτέλεση δημοσίων έργων ή μεταφορών ή για την αποσυμφόρηση των δρόμων κλπ. Η αποζημίωση είναι διαφορετική από εκείνη των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Περιλαμβάνει μόνο τη θετική ζημία, δεν προκαταβάλλεται και καθορίζεται με διοικητική διαδικασία. Υπάρχει και η ε. της χορηγίας για στρατιωτικές ανάγκες που καθιερώθηκε με τον κώδικα Περί στρατιωτικών και ναυτικών εισφορών και ναυλώσεων (1926) με τον οποίο ιδρύθηκε και το ειδικό διοικητικό δικαστήριο στρατιωτικών ε. για την εκδίκαση των απαιτήσεων μετά την επιβολή εισφορών του είδους.
* * *
η (Α ἐπίταξις) [επιτάσσω]
νεοελλ.
1. η αυθαίρετη κατάληψη κινητής ή ακίνητης περιουσίας με αποζημίωση τού ιδιοκτήτη («επίταξη κτηνών, κτηρίων»)
2. η υποχρεωτική εισφορά τών κατοίκων σε είδος ή σε προσωπική εργασία για άμεση κοινωνική ανάγκη ύστερα από κυβερνητική διαταγή
αρχ.
1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ ἀμοιβάς τῶν θυσιῶν», Πλάτ.)
2. έντονη επιθυμία, διάθεση («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῡ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι», Πλάτ.)
3. καθορισμένη τάξη, διάταξη («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», Πλάτ.)
4. επιβολή με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῡ φόρου», Ηρόδ.)
5. έκδοση διαταγών («ἄρχοντος δ’ ἐπίταξις», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίταξη — η 1. σε καιρό επιστράτευσης η αυθαίρετη κατάληψη από το κράτος κινητής ή ακίνητης περιουσίας ιδιωτών με αποζημίωση (για ικανοποίηση αμέσων αναγκών του στρατεύματος): Επίταξη αυτοκινήτων. 2. υποχρεωτική εισφορά των πολιτών σε είδος ή σε προσωπική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτάξῃ — ἐπιτάξηι , ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάσσω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάξηι — ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξέλαση — η (AM ἐξέλασις) [εξελαύνω] νεοελλ. (μεταλργ.) κατεργασία εξαναγκασμού ψυχρής μεταλλικής ράβδου να περάσει από τρύπα ολκού μικρότερης διαμέτρου την οποία αποκτά και η διατομή τής ράβδου μσν. επίταξη για πολεμικούς σκοπούς αρχ. 1. έξωση, εξορία… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… …   Dictionary of Greek

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσταθερός — ή, ό, Ν φρ. «φωτοσταθερό σημείο» (τοπογρ.) επισημασμένο χαρακτηριστικό σημείο τού εδάφους, που χρησιμεύει για την ορθή επίταξη επικαλυπτόμενων αεροφωτογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σταθερό] …   Dictionary of Greek

  • επίτακτος — η, ο που επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιστράτευση — η πρόσκληση ηλικιών στρατευσίμων και επίταξη ζώων, οχημάτων, υλικού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”